- ζαβάδα
- και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός]1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα»)2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα, δυστροπία, παραξενιά, έλλειψη ευθύτητας («η ζαβάδα του δεν έχει προηγούμενο»)β) διανοητική ατέλεια, πνευματική καθυστέρηση, λόξα3. ανόητος λόγος («δεν ανίμενα... έτοια ζαβάγρα να μού πει, μουδ' έτοια κουζουλάδα», Ερωτόκρ.)4. έλλειψη λογικής, αφροσύνη («άνθρωπος... ζαβάγραν έχει τόση», Φορτουν.).
Dictionary of Greek. 2013.